- ντόρτια
- τα1. (στο τάβλι) η περίπτωση κατά την οποία οι επάνω πλευρές τών ζαριών μετά το ρίξιμο τους δείχνουν τέσσερα, οι τεσσάρες («για μάς τα ντόρτια και οι διπλές και γι' άλλους οι εξάρες»)2. μτφ. αποτυχία, ζημία3. φρ. «τά 'φέρε ντόρτια» — έχασε, ζημιώθηκε, απέτυχε.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dort «τέσσερα»].
Dictionary of Greek. 2013.